κλεπτικῶς

κλεπτικῶς
κλεπτικός
thievish
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλεπτικός — ή, ό (Α κλεπτικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον κλέφτη, ο επιρρεπής ή επιδέξιος στο κλέψιμο, ο κλέφτικος αρχ. 1. λογοκλοπικός, αυτός που αναφέρεται σε λογοκλόπο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κλεπτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής κλοπής, η… …   Dictionary of Greek

  • ԳՈՂԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0567 Chronological Sequence: 6c, 11c, 12c, 13c մ. κλεπτικῶς, κλεμμοδόν furtim furtive Իբրեւ զգող. գողութեամբ. գաղտագողի. գողի պէս. ... *Գողաբար ʼի բաց զերծանել, կամ սողիլ, մատնել, եւ այլն. Փիլ. լին.: Եղիշ. ՟Դ: Շ. թղթ.: Մագ. ՟Ծ՟Է: Վանակ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”